Το έπαθα με το πρώτο, το παθαίνω και με το δεύτερο, με 12
χρόνια διαφορά, πως θα 'θελα να είχα ένα και δύο και τρία και άπειρα μωρά! Φαίνεται
πως η διαρκής επαφή με ένα μωρό παράγει ένα είδος μαστούρας, σαν να μεθάς με τη
μωρουδίστικη υφή τού Είναι και βλέπεις παντού μωράκια, όπως λέμε αστεράκια.
Υπάρχει κάτι στα μωρά που δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τους
οξυδερκείς παρατηρητές των ανθρωπίνων, τους μεγάλους λογοτέχνες, καθώς αυτοί ήταν δοσμένοι στη τέχνη τους και δεν πολυέσκαγαν για τα
μαμόθρεπτα. Όμως, αν είσαι ένας ταπεινός γονιός, έτοιμος να αιφνιδιαστείς από
το γίγνεσθαι και όχι να το αιφνιδιάσεις με τα επιτεύγματά σου, παθαίνεις τέτοια
πλημμυρίδα αισθήσεων νταντεύοντας ένα τόσο δα πλασματάκι, που κελαϊδάς μωρουδίστικα.
Εγώ, τουλάχιστον, αυτό έπαθα με το πρώτο. Ήθελα κι άλλα μωρά, ενώ λάτρευα κάθε ένα που συναντούσα. Κυκλοφορούσα σαν κλώσα έτοιμη να χουχουλιάσει κάτω από τις φτερούγες της όλα τα κλωσόπουλα του
κόσμου. Αυτό το αίσθημα ήταν πρωτόγνωρο. Είχα ακούσει για το μητρικό
ένστικτο, αλλά διαπίστωσα ότι δεν ήταν θέμα φύλου, ούτε ήταν κάτι καθαρά γυναικολογικό. Έμαθα ότι συμβαίνει και σε άλλους πατεράδες, εφόσον αυτοί είχαν την ευχέρεια να το νιώσουν και δεν χτυπούσαν διπλοβάρδιες στη δουλειά.
Τώρα,
με το δεύτερο, μου ξανάρθε. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Πιθανολογώ ότι πρόκειται για ένα από τα βασικά
συστατικά του ανθρώπου, που συμβάλλει στην αναπαραγωγή του (πέρα από τον έρωτα, προφανώς). Πρόκειται για μια μέθη που σε παρασύρει στον μωρουδίστικο πολλαπλασιασμό του γένους.
Κατά βάθος, αυτή η ιδιότυπη γονεϊκή μαστούρα έχει να κάνει με
την επαφή με το σπάργανο του Είναι μας, με το ορθάνοιχτο, πανάγαθο, άγραφο, άφτιαχτο,
ζυμαρένιο, πουπουλένιο, μπουμπουκίστικο πρόπλασμα του ατόμου. Πρόκειται για κάτι βαθύτατα
υπαρξιακό και ποιητικό. Δεν έχει να κάνει μόνο με τη μυρουδιά, με τα ηχάκια και τα σκερτσάκια του «θείου βρέφους», αλλά με όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω. Αφορά το θάμα και την κατάνοιξη μπρος στην χαραυγή των πραγμάτων. Συμβαίνει το ίδιο με το εύθραυστο, ευαίσθητο,
εύπλαστο μπουμπουκάκι που μόλις «σκάει» στο κλαδί του, με το πουλάκι που πεταρίζει
και τιτιβίζει αβέβαιο στη φωλιά του, με το γατάκι που νιαουρίζει αβοήθητο και δεν
μπορείς να του αντισταθείς αν "έχεις καρδιά".
Όλα αυτά μαζί και άλλα πολλά - που θάχουν να πουν κι άλλοι που την έχουν "ακούσει" παρομοίως -, είναι ο βαθύτερος λόγος της μωρουδίστικης λατρείας, μιας λατρείας που έχει
υποτιμηθεί σαν λόγος τεκνοποιίας. Δεν αποκλείεται, δηλαδή, τα παλιά χρόνια να έκαναν πολλά παιδιά όχι μόνο επειδή χρειαζόταν πολλά χέρια ή επειδή δεν έπαιρναν προφυλάξεις, αλλά επειδή κάπου
λάτρευαν τα μωρά και "φτιαχνόταν" με τη φάση τους. Ακόμη και να μην προλάβαιναν να εντρυφήσουν ιδιαίτερα σε αυτά - με τις έγνοιες
που είχαν τότε -, είναι πολύ πιθανό να μαστούρωναν με την παρουσία τους και να υπέπιπταν σε κατ εξακολούθηση γκαστριές από αυτόν τον εθισμό τους.
Η σημερινή εποχή μπορεί να επιβάλλει μια σχετική αυτοσυγκράτηση
στην τεκνοποιία – άλλωστε έχουμε και υπερπληθυσμό -, αυτό, όμως, δεν αναιρεί την τάση για αυτά, λόγω καθαρής έξης. Προφανώς, χρειάζονται οι προϋποθέσεις - ο έρωτας, η ασφάλεια, η ισορροπία με τα επαγγελματικά - για να τεκνοποιήσεις υπό καλές συνθήκες και να μη βρίζεις την ώρα, αλλά καμιά φορά τις προϋποθέσεις τις γεννά το ίδιο το μωρό κι ο εθισμός σου σε αυτό.
Κατά κάποιο τρόπο, τα μωρά τα γεννούν τα ίδια τα μωρά, κι έτσι το γίγνεσθαι αναπλάθεται κάθε φορά από τα σπάργανά του. Το τι ακολουθεί μετά, είναι μια άλλη ιστορία.